ἀναπόλαυστος

ἀναπόλαυστος
ἀναπόλαυστος
not to be enjoyed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναπόλαυστος — η, ο (Α ἀναπόλαυστος, ον) [ἀπολαύω] 1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τόν απολαύσει κανείς 2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀναπόλαυστον — ἀναπόλαυστος not to be enjoyed masc/fem acc sg ἀναπόλαυστος not to be enjoyed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόλαυστοι — ἀναπόλαυστος not to be enjoyed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՎԱՅԵԼՈՒՄՆ — ( ) NBH 1 0239 Chronological Sequence: 8c ἁναπόλαυστος qui frui non licet, vacans voluptate, jejunus Իբր Անվայելելի. ոչ վարելի ʼի պէտս. անպէստ. անյարմար. *Բայց սակայն եւ ոչ ʼի կերակուրն է անվայելումն. Նիւս. երգ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”